-
1 καταφράσσω
A fortify, protect, in [voice] Pass., -φρασσόμενοι ἐν ταῖς φάλαγξιν LXX 1 Ma.6.38
;πύργος σιδήρῳ -πεφραγμένος J.BJ7.8.5
;τόπους ὅπλοις -πεφραγμένους καὶ ἵπποις Plu. Alex.16
;ἵπποι κ. χαλκοῖς καὶ σιδηροῖς σκεπάσμασιν Id.Crass.24
: metaph.,πολλοῖς ἱππεῦσι καταπεφραγμένος Id.Alex.33
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταφράσσω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский